αρμυρός

αρμυρός
-ή, -ό
1. αλμυρός, αλατισμένος: Πολύ αρμυρό είναι το φαγητό σήμερα.
2. δαπανηρός, πανάκριβος: Οι τιμές των φρούτων εφέτος είναι πολύ αρμυρές. Το ουδ. ως ουσ., αρμυρό, το το παστό: Του αρέσουν πολύ τα αρμυρά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρμυρός — ο ο αλμυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλμυρός, με φωνητική τροπή του λ προ συμφώνου σε ρ (πρβλ. άλμη > άρμη, ελπίδα > ερπίδα, αδελφός, > αδερφός)] …   Dictionary of Greek

  • αρμυρίζω — [αρμυρός] 1. γίνομαι αλμυρός 2. δοκιμάζω κάτι αλμυρό 3. για κατσίκια που πίνουν λίγο θαλασσινό νερό …   Dictionary of Greek

  • αλατένιος — ια, ιο [αλάτι] 1. ο καμωμένος από αλάτι, αλάτινος 2. ο πολύ αρμυρός …   Dictionary of Greek

  • αλιαρός — ἁλιαρός, όν (Μ) [ἅλς] αλατερός, αλατισμένος, αρμυρός …   Dictionary of Greek

  • αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… …   Dictionary of Greek

  • αλυκώδης — ἁλυκώδης, ες (Α) [ἁλυκός] αυτός που μοιάζει αρμυρός, που έχει γεύση αλατιού, ο υφάλμυρος …   Dictionary of Greek

  • αρμυρούδι — το [αρμυρός] η αρμυρήθρα …   Dictionary of Greek

  • αρμύρα — η [αρμυρός] η αλμύρα …   Dictionary of Greek

  • δροσάρμυρος — η, ο αυτός που γίνεται αισθητός ως δροσερός και αρμυρός …   Dictionary of Greek

  • φταρμίζω — Ν βασκαίνω, ματιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμίζω (< οφθαλμός) με σίγηση τού αρκτικού ο , τροπή τού συμπλέγματος φθ σε φτ (πρβλ. φθάνω: φτάνω) και ανομοίωση τού λ σε ρ (πρβλ. αρμυρός < αλμυρός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”