αρμυρός — ο ο αλμυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλμυρός, με φωνητική τροπή του λ προ συμφώνου σε ρ (πρβλ. άλμη > άρμη, ελπίδα > ερπίδα, αδελφός, > αδερφός)] … Dictionary of Greek
αρμυρίζω — [αρμυρός] 1. γίνομαι αλμυρός 2. δοκιμάζω κάτι αλμυρό 3. για κατσίκια που πίνουν λίγο θαλασσινό νερό … Dictionary of Greek
αλατένιος — ια, ιο [αλάτι] 1. ο καμωμένος από αλάτι, αλάτινος 2. ο πολύ αρμυρός … Dictionary of Greek
αλιαρός — ἁλιαρός, όν (Μ) [ἅλς] αλατερός, αλατισμένος, αρμυρός … Dictionary of Greek
αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… … Dictionary of Greek
αλυκώδης — ἁλυκώδης, ες (Α) [ἁλυκός] αυτός που μοιάζει αρμυρός, που έχει γεύση αλατιού, ο υφάλμυρος … Dictionary of Greek
αρμυρούδι — το [αρμυρός] η αρμυρήθρα … Dictionary of Greek
αρμύρα — η [αρμυρός] η αλμύρα … Dictionary of Greek
δροσάρμυρος — η, ο αυτός που γίνεται αισθητός ως δροσερός και αρμυρός … Dictionary of Greek
φταρμίζω — Ν βασκαίνω, ματιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμίζω (< οφθαλμός) με σίγηση τού αρκτικού ο , τροπή τού συμπλέγματος φθ σε φτ (πρβλ. φθάνω: φτάνω) και ανομοίωση τού λ σε ρ (πρβλ. αρμυρός < αλμυρός)] … Dictionary of Greek